υπηγορία

υπηγορία
ἡ, ΜΑ 1. κατάλογος, κατάσταση
2. απαρίθμηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + -ηγορία (< -ήγορος < ἀγορά), πρβλ. κατ-ηγορία. Το -η- τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”